- ανακοπτικός
- -ή, -ό [ανακόπτω]1. αυτός που αναφέρεται στην ανακοπή2. αυτός που επιφέρει ανακοπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακόπτω — (Α ἀνακόπτω) σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω 2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση 3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κόπτω. ΠΑΡ. ανακοπή νεοελλ. ανακοπτικός] … Dictionary of Greek